Τα κόλπα των επιχειρηματιών για να μη χρησιμοποιούν POS

Ολοένα και περισσότερες μικρομεσαίες επιχειρήσεις έχουν εγκαταστήσει POS (τερματικά αποδοχής καρτών), αλλά ολοένα και λιγότερο τζίρο κάνουν μέσω των POS. Πώς εξηγείται αυτό το παράδοξο; Η εύκολη απάντηση είναι ότι σε συνεννόηση με τον καταναλωτή δεν κόβεται απόδειξη και επομένως η συναλλαγή πέφτει στη «μαύρη τρύπα» της φοροδιαφυγής.

Αυτό συμβαίνει εν μέρει. Η νέα μόδα είναι η έκδοση απόδειξης, αλλά με χαμηλότερη χρέωση του προϊόντος εάν ο πελάτης πληρώσει με μετρητά. Με άλλα λόγια, μετά την ύπαρξη διαφορετικών τιμών, με ή χωρίς απόδειξη, τώρα έχουμε και την ύπαρξη διαφορετικών τιμών, με ή χωρίς POS.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε χθες η Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος (ΓΣΕΒΕΕ), στο πλαίσιο της εξαμηνιαίας έρευνας οικονομικού κλίματος στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αν και πλέον το 80,1% των ΜμΕ έχει εγκαταστήσει POS, πραγματοποιεί μέσω POS μόλις το 28,2% του τζίρου της.

Το ενδιαφέρον είναι ότι στην προηγούμενη έρευνα, η οποία είχε διεξαχθεί τον Ιούλιο του 2017, POS είχε εγκαταστήσει το 65,3% των ΜμΕ, όμως το ποσοστό του τζίρου μέσω των καρτών ήταν υψηλότερο, 32,5%. Στην έρευνα δε του Φεβρουαρίου του 2017, το αντίστοιχο ποσοστό τζίρου ήταν 33,22%.

O πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ Γιώργος Καββαθάς και ο Διονύσης Γράβαρης, επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ (ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ), απέδωσαν σε μεγάλο βαθμό το παραπάνω φαινόμενο στο εξής: οι πολύ μικρές επιχειρήσεις διαθέτουν περιορισμένη ρευστότητα και επομένως χρειάζονται τα μετρητά άμεσα.

Όταν οι πληρωμές γίνονται μέσω POS, τότε τα χρήματα είναι συχνά δεσμευμένα για 1-3 ημέρες. Το φαινόμενο είναι ακόμη πιο έντονο στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις που πραγματοποιούν αγορές με μεγάλη συχνότητα, καθώς προβαίνουν σε μικρές παραγγελίες και δεν διαθέτουν απόθεμα εμπορευμάτων.

Το άλλο ζήτημα – σημείο των καιρών είναι η «σκιώδης», η αδήλωτη επιχειρηματικότητα. Επιχειρηματίες, κυρίως αυτοαπασχολούμενοι, έκλεισαν τις επιχειρήσεις τους για λόγους κατά βάση φορολογικούς και ασφαλιστικούς, αλλά συνεχίζουν να ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα, η οποία δεν δηλώνεται πουθενά.

Το γεγονός ότι δύο στις τρεις επιχειρήσεις εμφανίζονται να αντιμετωπίζουν αθέμιτο ανταγωνισμό από πρακτικές ανταγωνιστριών τους, οφείλεται κυρίως, σύμφωνα με τον κ. Καββαθά, στην πίεση που δέχονται από την άτυπη επιχειρηματικότητα και λιγότερο από τις μεγαλύτερες εταιρείες.

Παρά τα προαναφερθέντα προβλήματα, ο δείκτης οικονομικού κλίματος στις ΜμΕ διαμορφώθηκε στην τελευταία αυτή έρευνα (διεξήχθη τον Φεβρουάριο του 2018) στο υψηλότερο σημείο της περιόδου 2010-2018, με το 11,5% των ΜμΕ να δηλώνουν ότι η θέση της επιχείρησής τους βελτιώθηκε το τελευταίο εξάμηνο.

Είναι η πρώτη φορά που το συγκεκριμένο ποσοστό είναι διψήφιο. Επιπλέον, το ποσοστό εκείνων που εκτιμούν ότι επιδεινώθηκε η θέση της επιχείρησής τους το τελευταίο εξάμηνο, βρέθηκε τον Φεβρουάριο του 2018 στο χαμηλότερο επίπεδο (53,2%) της περιόδου 2010-2018.

Οι τομείς που εμφανίζουν ιδιαίτερη δυναμική είναι η μεταποίηση και οι υπηρεσίες, ενώ οι επιδόσεις του εμπορίου υπολείπονται σημαντικά. Η παραπάνω εξέλιξη κάθε άλλο παρά άλμα προς τα εμπρός σημαίνει, καθώς μάλιστα αναμένεται ότι το επόμενο εξάμηνο θα διακόψουν τη λειτουργία τους περί τις 7.000 επιχειρήσεις.

Καθημερινή

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί